- ὀπισθοτονικός
- ὀπισθο-τονικός, der ὀπισθο-τονία ausgesetzt
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
οπισθοτονικός — ὀπισθοτονικός, ή, όν (Α) [οπισθότονος] αυτός που πάσχει από οπισθοτονία. επίρρ... ὀπισθοτονικῶς (Α) με τα συμπτώματα τής οπισθοτονίας … Dictionary of Greek
ὀπισθοτονικός — subject to masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀπισθοτονικῶν — ὀπισθοτονικός subject to fem gen pl ὀπισθοτονικός subject to masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀπισθοτονικοῖς — ὀπισθοτονικός subject to masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀπισθοτονικοί — ὀπισθοτονικός subject to masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀπισθοτονικοῦ — ὀπισθοτονικός subject to masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀπισθοτονικούς — ὀπισθοτονικός subject to masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀπισθοτονικῶς — ὀπισθοτονικός subject to adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀπισθοτονικῷ — ὀπισθοτονικός subject to masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)